- σπόγγῳ
- σπόγγοςspongemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
παραψάω — ΜΑ μσν. σφουγγίζω, στεγνώνω, καθαρίζω («παραψάω σπόγγῳ τὸ ἄγγος», Ζώσιμ.) αρχ. ισιώνω τα μαλλιά χτενίζοντάς τα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψάω «αγγίζω, τρίβω, κάνω κάτι λείο», ρ. που απαντά συνήθως συνηρημένο (πρβλ. απρμφ. ψῆν)] … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek